ῥινόκερων

ῥινόκερων
ῥινόκερω̆ν , ῥινόκερως
the Rhinoceros
masc/fem/neut gen pl
ῥινόκερω̆ν , ῥινόκερως
the Rhinoceros
masc/fem acc sg
ῥινόκερω̆ν , ῥινόκερως
the Rhinoceros
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”